- συμπαράταξη
- η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ [συμπαρατάσσω]η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχηνεοελλ.συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων τής αντιπολίτευσης εναντίον τής κυβέρνησης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνασπίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση 2. μέσ. συνασπίζομαι (για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού μσν. αρχ. τάσσομαι σε πυκνή παράταξη αρχ. 1. είμαι συστρατιώτης 2. (κατ επέκτ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek